- σπιράλ
- το, Ν1. είδος εντομοαπωθητικού αποτελούμενο από στερεό υλικό σε σχήμα σπείρας με πολλαπλές έλικες, το οποίο ανάβεται στο εξωτερικό του άκρο και αργοκαίει2. ιατρ. είδος αντισυλληπτικού πώματος που εισάγεται στον κολεό τής μήτρας, σπείραμα3. είδος τετραδίου τού οποίου τα φύλλα είναι συνδεδεμένα με σπειροειδές σύρμα στην παρυφή του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. spiral < μσν. λατ. spiralis < λατ. spira < σπείρα].
Dictionary of Greek. 2013.